λάμπ'

λάμπ'
λάμπαι , λάμπη
torch
fem nom/voc pl
λάμπᾱͅ , λάμπη
torch
fem dat sg (doric aeolic)
λάμπε , λάμπω
give light
pres imperat act 2nd sg
λάμπε , λάμπω
give light
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λαμπ, Τσαρλς — (Charles Lamb, Λονδίνο 1775 – 1834). Άγγλος συγγραφέας, ποιητής και κριτικός. Καταγόταν από μικροαστική οικογένεια και σπούδασε μαζί με τον φίλο του Σάμουελ Τέιλορ Κόλεριτζ στο Λονδίνο, όπου ζούσε ήρεμη και μετρημένη ζωή έως τη στιγμή που συνέβη… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπ' — Λάμπι , Λάμπις fem voc sg Λάμπε , Λάμπος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαμπ, Γουίλις Γιουτζίν — (Willis Eugene Lamb, Λος Άντζελες 1913 –). Αμερικανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, εργάστηκε κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου στο εργαστήριο ακτινοβολιών του πανεπιστημίου Κολούμπια, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπ, Φιλίπ — (Philippe Labbe, Μπουρζ 1607 – Παρίσι 1667). Γάλλος λόγιος. Ήταν ο δεύτερος, μετά τον Βολφ, που χρησιμοποίησε και καθιέρωσε τον όρο βυζαντινός. Ιησουίτης μοναχός από το 1623, ο Λ. έγραψε πολυάριθμα έργα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι μελέτες… …   Dictionary of Greek

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • λαμπήνη — λαμπήνη, ἡ (Α) 1. είδος σκεπασμένης άμαξας («καὶ Σαοὺλ ἐκάθευδεν ἐν λαμπήνη», ΠΔ) 2. λαμπάδα 3. ευνοϊκή ένδειξη από πλανήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμπ ήνη εμφανίζει επίθημα ηνᾱ (πρβλ. απ ήνη, καπ ᾱνη), ενώ η σύνδεση τού θ. λαμπ με το λάμπω παραμένει… …   Dictionary of Greek

  • λυγερός — ή, ό και λυγηρός, ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν, Μ και λυγερός, ή, όν) εύκαμπτος, ευλύγιστος νεοελλ. μσν. 1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός 2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή (για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη μσν. (το ουδ. στην αιτ.… …   Dictionary of Greek

  • τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Χάζλιτ, Ουίλιαμ — (Hazlitt, Μέντστον, Κεντ 1778 – Λονδίνο 1830). Άγγλος κριτικός και δοκιμιογράφος. Νεότατος ακόμα γνώρισε τον Κόλεριτζ, τον Ουέρντζουερθ και τον Τσαρλς Λαμπ, για τους οποίους έγραψε αργότερα στο Πνεύμα της εποχής (1825). Με Τα πρόσωπα των έργων… …   Dictionary of Greek

  • Dikastes — Dicast redirects here. For the process of casting dies with molten metal, see die casting. Dikastes (Greek: δικαστής, pl. δικασταί) was a legal office in ancient Greece that signified, in the broadest sense, a judge or juror, but more… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”